- χάφτης
- ο1. χάφτας.2. είδος ψαριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χάφτης — ο, Ν [χάφτω] 1. χαφτανάς 2. άλλη κοινή ονομασία τού ψαριού σκορπίνα … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
μυγοχάφτης — Βλ. λ. μυϊοθηρίδες. * * * ο, θηλ. ισσα 1. (για ζώα) αυτό που τρώγει μύγες 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο εύπιστο, μωρόπιστο 3. ζωολ. κοινή ονομασία στρουθιόμορφων πτηνών κυρίως τών γενών muscicapa, ficedula και tyranidae τής οικογένειας μυγοθήρες, που … Dictionary of Greek